- στηρίζω
- ΝΜΑ1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.)2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαια) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α. «στηριγμένο στέγαστρο στη γη με γερές κολόνες» β. «πόδα ἐπὶ γαίης στηρίζεσθαι», Ανθ. Παλ.)β) διατηρώ την ευστάθεια μου, ισορροπώ χρησιμοποιώντας κάτι ως έρεισμα (α. «στηρίχθηκε στον τοίχο για να μην πέσει» β. «οὐδαμῇ ἐστήρικτο», Ησίοδ.)νεοελλ.μτφ. α) βασίζω κάτι σε κάτι άλλο, θεμελιώνω (α. «η κατηγορία του στηρίχθηκε σε ψευδείς καταθέσεις» β. «πού στηρίζεις τις υπόνοιές σου;»)β) παρέχω υλική ή ηθική συμπαράσταση, βοηθώ κάποιον, υποστηρίζω («οι φίλοι του τόν στήριξαν πολύ στις δύσκολες ώρες»)γ) έχω κάτι ως βάση, εδράζομαι πάνω σε κάτι («στηρίζομαι στην τιμιότητά σου»)αρχ.1. ενδυναμώνω κάποιον με την παροχή τροφής, τόν στυλώνω (α. «σίτῳ καὶ οἴνῳ ἐστήριξα αὐτόν», ΠΔβ. «οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου... καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει», ΠΔ)2. φροντίζω, περιποιούμαι, θεραπεύω κάποιον3. ενισχύω κάποιον ψυχικώς (α. «στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου», ΚΔβ. «καίπερ εἰδότας καὶ ἐστηριγμένους ἐν τῇ παρούσῃ ἀληθεία», ΚΔ)4. ακουμπώ («οὐδέ πη εἶχον... στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον», Ομ. Οδ.)5. φθάνω («κῡμ' οὐρανῷ στηρίζον» — κύμα που ανυψώνεται και φθάνει ώς τον ουρανό, Ευρ.)6. (για νόσους) καταλήγω, εκδηλώνομαι ή εγκαθίσταμαι σε ένα σημείο ή όργανο τού σώματος (α. «ὁπότε ἐς τὴν καρδίαν στηρίξειεν», Θουκ.β. «ἐνταῡθα στηρίζει ἡ νοῡσος», Ιπποκρ.)7. (για πλανήτη) σταματώ να κινούμαι («τοὺς... πλανήτας... στηρίζειν λέγουσι παυσαμένης τῆς εἰς τοὔμπροσθεν αὐτῶν πορείας», Πλούτ.)8. μτφ. α) σταθεροποιώ («στηρίζειν τὴν ἀρχήν», Αππ.)β) εμμένω σταθερά σε κάτι («ἐπὶ δόγματος στηρίζειν», Διογ. Λαέρ.)9. παθ. α) κείμαι, βρίσκομαιβ) επισωρεύομαι («κακὸν κακῷ ἐστήρικτο», Ομ. Ιλ.)γ) παρέρχομαι («δέκατος μεὶς οὐρανῷ ἐστήρικτο», Ύμν. Ερμ.)δ) ορίζομαι, καθορίζομαι («ὅροι ἐστηριγμένοι», Ήρων).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στηρ-ίζω ανάγεται πιθανότατα στην εκτεταμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ster- «στερεός, σταθερός» (βλ. λ. στερεός). Το ρ. είναι πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός τ. στῆρατὰ λίθινα πρόθυρα, που παραδίδει ο Ησύχιος, ενώ η λ. στῆριγξ υποχωρητ. σχημ. από το ρ. στηρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.